γράφει ο

Ευριπίδης Ταρασίδης

 

Στον πρόλογο της Αντιγόνης του Σοφοκλή, η ηρωίδα συνομιλεί με την αδερφή της την Ισμήνη, και της γνωστοποιεί την πρόθεσή της να αποδώσει στον αδερφό της Πολυνείκη τις νεκρικές τιμές που του αξίζουν, παρά την απαγόρευση της ταφής του από τον Κρέοντα.

 

Όπως εύστοχα σημείωσε ο σκηνοθέτης Θέμης Μουμουλίδης «Η Αντιγόνη είναι η αγαπημένη τραγωδία των Ελλήνων γιατί εμπεριέχει τη γενετήσια έννοια της αντίστασης».

 

Στις μέρες μας, η αμφισβήτηση θεωρείται από συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη, ενώ συνδέεται αυτομάτως με τα κακά της μοίρας μας.

 

Οι διαμαρτυρόμενοι δεν ακούγονται, ακριβώς γιατί έχουν προκαθοριστεί ως «όχλος», από μια πεφωτισμένη πολιτική νομενκλατούρα, που στον εαυτό της βλέπει τη μόνη νηφάλια φωνή που μπορεί να σώσει την δημοκρατία μας από τον βέβαιο θάνατο.

 

Βέβαια, συνεχίζει να νέμεται αξιώματα και παραξιώματα, φέροντας τον απαραίτητο θεσμικό τίτλο που ενδυναμώνει την παρέμβασή του.

 

 

Το βράδυ του Σαββάτου στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων, πριν την έναρξη της εξαιρετικής παράστασης Μήδειας του Μποστ, μέλος του θιάσου ανέγνωσε ψήφισμα των πολιτιστικών σωματείων της χώρας (και όχι μόνο του ΣΕΗ, όπως εσφαλμένα διατυπώνεται) για την αποφυλάκιση του βιαστή ανηλίκων Δημήτρη Λιγνάδη.

 

Η διαμαρτυρία ενός και μόνο αγενέστατου θεατή, δεν στάθηκε εμπόδιο στο να ακουστεί το κείμενο και να καταχειροκροτηθεί το μέλος του θιάσου.

 

Την επομένη, το ακραίο κέντρο της πόλης , ανέλαβε την υπεράσπισή της δημοκρατίας μας, της διάκρισης των εξουσιών, του θεάτρου, της Τέχνης και άλλων τινών.

 

Έτσι, όσοι χειροκροτήσαμε χαρακτηριστήκαμε «όχλος», οι ηθοποιοί «υποκριτές» (τι ειρωνεία!) και όσοι διαμαρτύρονται διακατεχόμενοι από μίσος, απανθρωπιά και αμοραλισμό! Μάλιστα, θεωρήθηκε ως φασίζουσα κίνηση η ανάγνωση του κειμένου, καθώς «δεν πλήρωσα γι’ αυτό»!

 

Καλό είναι να υπενθυμίσουμε ότι με την αγορά του εισιτηρίου, οι ηθοποιοί και οι εργαζόμενοι δεν γίνονται σκλάβοι μας.

 

Επιπρόσθετα, ας γίνει κατανοητό ότι οι συντελεστές μιας παράστασης είναι εργαζόμενοι. Δεν τελούν κανένα λειτούργημα (όπως πονηρά ισχυρίζονται κάποιοι), και δεν ανήκουν σε καμία περίεργη κάστα ανθρώπων που φέρουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου θα πρέπει να τους συμπεριφερόμαστε διαφορετικά.

 

Όπως εμείς πηγαίνουμε το πρωί στο γραφείο μας, έτσι και εκείνοι πηγαίνουν στις πρόβες. Επίσης, δεν χρησιμοποιούν την υποκριτική τους τέχνη για να παραπλανήσουν Υπουργούς. Εκτός και αν οι Υπουργοί είναι πρόθυμοι να παραπλανηθούν.

 

Το αίσθημα αγανάκτησης του κόσμου για την απόφαση αποφυλάκισης Λιγνάδη είναι λογικό και μετρημένο. Ούτε αμφισβητεί την Δικαιοσύνη (αδόκιμος όρος, λες και είναι ένα ενιαίο πράγμα-ας εννοήσουμε με τον όρο την δικαστική εξουσία), ούτε καταστρώνει λαϊκά δικαστήρια.

 

Είναι πηγαίο, έρχεται σε συνέχεια μίας περιόδου που ο κόσμος νιώθει ανασφαλής στα υπόλοιπα επίπεδα της ζωής του (εργασία, οικονομικά, ασφάλεια).

 

Το αίτημα των εργαζόμενων στον χώρο του πολιτισμού για φυλάκιση του βιαστή ανηλίκων δεν είναι κινηματική έξαρση, παρά η διατύπωση μιας αγωνίας για το μέλλον του χώρου.

 

Άλλωστε, η αποφυλάκιση Λιγνάδη είναι η συντομότερη απάντηση στο ερώτημα «γιατί δεν μιλούσατε». Αν αυτή την αγωνία οι καλλιτέχνες δεν την διατυπώσουν στον χώρο εργασίας τους, δηλαδή στο σανίδι, που θα το κάνουν;

 

Έχουν ή όχι την υποχρέωση να ενημερώσουν τους θεατές (που πλήρωσαν εισιτήριο!) για όσα απασχολούν τον χώρο τους. Είναι ή όχι και εκείνοι τα θύματα της ιστορίας;

 

Όμως, το πρόβλημα για το ακραίο κέντρο δεν είναι ούτε οι καλλιτέχνες, ούτε η έλλειψη σεβασμού στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης.

 

Το πρόβλημα των εκπροσώπων του πηγάζει από καθετί που γίνεται μαζικό. Σημαίνον στέλεχος της τοπικής αυτοδιοίκησης, που διεκδικεί τον τίτλο του ιδεολογικού ινστρούχτορα  του ακραίου κέντρου της περιοχής, παραλλήλισε (άθελα του; ) το χειροκρότημα των θεατών στο θέατρο Φιλίππων με τους…Αγανακτισμένους!

 

Προσπερνώντας την μανία απέναντι στους Αγανακτισμένους, γίνεται φανερό ότι ακριβώς αυτό είναι που προβληματίζει και ερεθίζει τους εκπροσώπους του ακραίου κέντρου, οι οποίοι πάνω στο πολιτικό τους μένος φτάνουν να κάνουν αβάντα σε έναν παιδοβιαστή. Ούτε ο πολιτισμός τους ενδιαφέρει, ούτε η δικαιοσύνη. Τους ενδιαφέρει το μαζικό.

 

Τα όρια μεταξύ αυτών και των σκληροπυρηνικών της κυβερνητικής πλειοψηφίας γίνονται δυσδιάκριτα. Φυσικά και ξέρουν ότι καμία αντίδραση δεν θα επηρεάσει την αποστειρωμένη δικαιοσύνη, εφόσον εκείνη έχει επιλέξει να νοεί τον εαυτό της ως εξωτερικό παρατηρητή.

 

 

Άλλωστε, έχουν από καιρό τοποθετηθεί απέναντι σε καθετί που καταγράφει δυσαρέσκεια. Κατά τη γνώμη τους, υπάρχει μία και μόνον οδός που οι πολίτες μπορούν να εκφράζονται μαζικά: οι εκλογές.

 

Οτιδήποτε πέραν αυτού, ακόμα και αν αφορά έναν βιαστή ανηλίκων, με ισχυρούς φίλους στην κυβέρνηση, που εκμεταλλευόταν την θέση του για να βιάζει παιδιά, είναι στο πλαίσιο της προσπάθειας αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας μας.

 

Μόνο που και εδώ θα πρέπει να δικαιολογήσουν την επιλεκτική ευαισθησία τους. Γιατί, για παράδειγμα, δεν έδειξαν την ίδια θέρμη όταν ο κ. Μπακογιάννης ζήτησε εξηγήσεις για την απονομή άδειας στον τρομοκράτη Γιωτόπουλο;

 

Γιατί δεν εξανίσταντο όταν ο πρόεδρος Μπάιντεν έκανε λόγο για «μαύρη μέρα για τη δικαιοσύνη», όταν εκείνη απεφάνθη ότι η απαγόρευση αμβλώσεων είναι συνταγματικά ορθή;

 

Επίσης, θα πρέπει να μας απαντήσουν, πώς γίνεται σε μία δημοκρατία που ο λαός αποτελεί την πηγή όλων των εξουσιών, μια εξουσία να μένει στο απυρόβλητο.

 

Ας μιλήσουμε ανοιχτά. Οι μόνοι που πολιτικοποιούν το θέμα είναι εκείνοι που νιώθουν την ανάγκη να υπερασπιστούν την χειρότερη υπουργό πολιτισμού που έχει περάσει από την χώρα.

 

Εκείνοι που βλέπουν ότι το πολιτικό τους μέλλον θίγεται από την ευθυγράμμιση με την οποιαδήποτε αυθόρμητη αντίδραση των πολιτών. Εκείνοι που ο πολιτικός τους χώρος στενεύει και τους πνίγει.

 

Θα τους δείτε στα social media να φορούν τον μανδύα του κατηχητή. Να απολαμβάνουν την χαιρεκακία τους. Να τολμούν να πουν όσα δεν τόλμησαν οι ακρότατοι κύκλοι.

 

Με το χαμόγελο της αλαζονείας στο πρόσωπο, με την υπεροψία της αποκλειστικότητας της αλήθειας, με το ανάστημα του πολιτευτή που μπορεί να εκθέσει τα πολιτικά του σώψυχα προς τέρψη μιας μερίδας του κόσμου που αυτοτιτλοφορείται ως «άριστοι».

 

Η τήβεννος τους, αν και τους στενεύει, (νομίζουν ότι) τους επιτρέπει να χαρακτηριστούν οι πολίτες ως αντιδημοκράτες, όχλος, κοινωνικά μισεροί κτλ.

 

Μόνο που οι πολίτες, έξω από κόμματα και ιδιοτέλειες, το λένε απλά και καθαρά: ΒΙΑΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ.