γράφει ο

Ευριπίδης Ταρασίδης

 

Όλες οι δυστοπικές ταινίες με θέμα την επόμενη μέρα μίας ανεξέλεγκτης εξάπλωσης ενός ιού, έχουν μία βασική αρχή: την έλλειψη προετοιμασίας αντιμετώπισής της από τις κυβερνήσεις. Και επειδή η ζωή, μερικές φορές, αντιγράφει την τέχνη, ο COVID-19 βρήκε τελείως απροετοίμαστες τις κυβερνήσεις, ακόμα και εκείνες του-λεγόμενου-προηγμένου κόσμου. Δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση η κυβέρνηση της χώρας μας.

 

Κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει τον κ. Μητσοτάκη και τους λοιπούς αυλικούς για έλλειψη προετοιμασίας για κάτι που δεν περίμεναν να έρθει. Θα έπρεπε να το περιμένουν; Πιθανότατα, όμως αυτή είναι μία άλλη συζήτηση. Έτσι, το πρώτο πράγμα που αποφάσισαν, με (απροσμένως) γρήγορα αντανακλαστικά,  ήταν να περιορίσουν την κοινωνική δραστηριότητα των πολιτών.

 

Ο φόβος για το άγνωστο περικύκλωσε τις οικείες των κατοίκων της χώρας και έδειξε την απόλυτη εξάρτησή μας από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές των δημόσιων νοσοκομείων.

 

Ως πολίτες, το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε για να δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας, ήταν να τους χειροκροτήσουμε. Βέβαια, μάς φάνηκε παράταιρο και ενοχλητικό να βλέπουμε βίντεο με πρωτοκλασάτους υπουργούς να χειροκροτούν και εκείνοι, ανακουφισμένοι που προσέφεραν και εκείνοι στην αναγνώριση των ηρώων της εποχής, την ίδια ώρα που έφταναν σιγά-σιγά στ’ αυτιά μας περιπτώσεις ελλείψεων υλικών, ελάχιστων προσλήψεων σε σχέση με την σοβαρότητα της κατάστασης, καθυστερήσεις στην ίαση άλλων σοβαρών ασθενειών κ.α.. Ήμασταν, όμως, οι περισσότεροι από εμάς, ακόμα ζωντανοί. Κι αυτό μετρούσε. 

Όταν ο πρωθυπουργός, στο 35ου του διάγγελμα («Συμπολίτες μου») μάς διαβεβαίωνε ότι αφήναμε πίσω τον κορονοϊό και ετοιμαζόμασταν για τη νέα μάχη, αυτή της οικονομίας, κανείς δεν φανταζόταν ότι θα ξαναπερνούσαμε ένα ακόμα lockdown, μεγαλύτερης διάρκειας αυτή τη φορά.

 

Το καλοκαίρι ανοίξαμε τα σύνορά μας, περιμένοντας πολίτες από χώρες που πέρασαν δυσκολότερο χειμώνα από εμάς. Είχαμε περισσεύματα τζατζικιού και ούζου και κάπως έπρεπε να ξεστοκάρουμε. Αργότερα θα ξεστοκάραμε εμβόλια.

 

Η κατάσταση φαινόταν ότι θα ξεφύγει. Τα πλοία για τα νησιά γέμιζαν ασφυκτικά, οι πολίτες βλέποντας ότι το Greek summer θύμιζε κάτι από τις προηγούμενες χρονιές έκαψαν τις μάσκες τους και πατικώνονταν με περίσσια αυτοπεποίθηση στα μέσα μεταφοράς.

 

Το 13033 έμοιαζε με έναν κακό εφιάλτη και η χώρα ήταν έτοιμη να πετάξει στα ουράνια της ανάπτυξης, επιστρέφοντας σε ρυθμούς-σχετικής-κανονικότητας.

Μέχρι που έφτασε ο Σεπτέμβριος. Τα παρεό μαζεύτηκαν, τα μακρυμάνικα βγήκαν από τις ντουλάπες και ο φόβος επέστρεψε στις ζωές μας. Μαζί με την κούραση, την αγωνία, τη μοναξιά.

 

Κλειστήκαμε ξανά μέσα, γιατί αυτό κάναμε την πρώτη φορά και έπιασε. Ήμασταν κάπως αισιόδοξοι, ότι θα το περάσουμε κι αυτό χωρίς πολλές απώλειες. Κάναμε λάθος. Ακούγαμε για κρούσματα που αυξάνονταν ραγδαία, φτάνοντας δυσθεώρητους αριθμούς.

 

Μαθαίναμε ότι οι (λίγες, έτσι κι αλλιώς) ΜΕΘ μας γέμιζαν. Ο θάνατος έγινε συνήθεια. Μέσα στον τρόμο των αριθμών προσπαθούσαμε να μάθουμε να προστατευόμαστε. Δεν το γνωρίζαμε πριν. Κακώς, αλλά έτσι ήταν.

 

Και είχαμε διαρκώς την ηγεσία της χώρας να μας κατηγορεί ότι εμείς ευθυνόμαστε για τη διασπορά του ιού. Προσπαθούσαμε να μην ξεχάσουμε να ζούμε, αλλά φοβόμασταν. Η μάσκα ήταν το απαραίτητο αξεσουάρ. Τα πάντα γύρω μας ήταν κλειστά. Και ενώ ξέραμε ότι κατοικούμε σε μία εποχή ζοφερή, τα κανάλια μάς έδειχναν μία άλλη Ελλάδα. Εκείνη που προσπαθεί να ορθοποδήσει, που έχει όλα τα όπλα να πάει μπροστά, αλλά που οι ανυπάκουοι υπήκοοι της δεν ήξεραν πως να την ακολουθήσουν.

Ρεπόρτερ κυνηγούσαν αθλούμενους, δημοσιογράφοι διερρήγνυαν τα ιμάτια τους για τους πολίτες που παρέμεναν στους δρόμους μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας, πολιτικάντηδες έσκουζαν για την απειθαρχία μας. Την ίδια ώρα, ο πρωθυπουργός μας απολάμβανε τη φυσική ομορφιά της Πάρνηθας, τη φιλοξενία της Ικαρίας και τα φρέσκα ψάρια της Τήνου.

 

Ο Μάης δεν έφτασε για όλους. Πολλοί πάγωσαν στον χρόνο. Ο φόβος μάς παρέλυε. Ακούγαμε για τα περιβόητα εμβόλια που θα μας έβγαζαν από το χάος. Βλέπαμε, όμως, να εμβολιάζονται πριν από εμάς, άνθρωποι που θα έπρεπε να περιμένουν τη σειρά τους. Περιχαρείς ανέβαζαν φωτογραφίες στο προφίλ τους, άνθρωποι νέοι, υγιείς. «Κερδίζουμε τη μάχη», έλεγαν.

 

Τα πρώτα ψήγματα αμφισβήτησης των εμβολίων ήρθαν από τους ίδιους τους «άρχοντες». Σαν το Snowpiercer, που χώρεσε σε μία ζωή γεμάτη προνόμια, μόνο τους ισχυρούς. Ο φόβος πλαισιώθηκε από το θυμό. 

 

Κοινωνικές ομάδες άρχισαν να στοχοποιούνται. Οι γέροι, οι νέοι, οι ξένοι, οι αριστεροί. Η δημοκρατία πάγωνε και κάθε προσπάθεια για να ανάκτηση της αξιοπρέπειάς μας, γινόταν βορά στα αρπακτικά των καναλιών.

 

Γίναμε ξαφνικά όλοι μας ανεύθυνοι. Αρκούσε μία αμφισβήτηση, μία παρέκκλιση από τη νέα πανδημική πραγματικότητα για να θεωρηθείς ένοχος. Τα χρήματα τελείωναν, η ανασφάλεια αγρίευε και τα εμβόλια δεν έφταναν στο μπράτσο μας. 

 

Παράλληλα, ακούγαμε για θανάτους εμβολιασμένων, για σοβαρές παρενέργειες, για συγκρούσεις μεταξύ φαρμακευτικών, για αλλαγές στον τρόπο διάθεσης των εμβολίων. Δεν σπουδάσαμε ιατρική. Ο φόβος άλλαξε μορφή. Τώρα φοβόμασταν το όπλο που είχαμε στα χέρια μας. Τελικά, όταν ήρθε η σειρά μας, οι περισσότεροι από εμάς τρέξαμε να εμβολιαστούμε.

 

Ξέρω ανθρώπους που λιποθύμησαν στην αναμονή, που ζήσαν με τον φόβο των παρενεργειών, που έκαναν μέρες να κοιμηθούν. Γιατί έμαθαν τα τελευταία δύο χρόνια να φοβούνται τα πάντα. Κάθε επιφάνεια, κάθε φιλί, κάθε άνθρωπος ήταν εν δυνάμει κίνδυνος. Κορωνοϊός ή θρόμβωση; 

 

Πολλοί δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τους φόβους τους και δεν έφτασαν μέχρι το εμβολιαστικό κέντρο. Έγιναν οι ίδιοι στόχος επιθέσεων. Ένιωθαν υπεύθυνοι για την εξέλιξη της πανδημίας. Κάθε θάνατος, άκουγαν ότι συνδέεται με εκείνους. Τους είπαν αρνητές και ψεκασμένους. Κανείς δεν κάθισε με προσοχή να προσπαθήσει να κάμψει τις φοβίες τους.

 

Όλα τώρα έτρεχαν να προλάβουν τη ζωή. Είδαν να μοιράζονται 150 ευρώ, λες και είναι λιχουδιές για σκυλάκια. Η απειλή έγινε εξαγορά. Εκείνοι παρέμειναν στο σκοτάδι, ακούγοντας συγκεχυμένα πράγματα για τα εμβόλια. Έβλεπαν, παράλληλα, τον κατάκοιτο παππού τους να παραμένει ανεμβολίαστος, όχι από δική του επιλογή.

Σήμερα, ζουν με δύο φόβους: εκείνο του θανάτου και εκείνο του εμβολίου. Είναι πολύ αργά πλέον για την επιστράτευση δημάρχων, καλλιτεχνών και influencer. Ο φόβος ρίζωσε μέσα τους.

 

Το κίνητρο της αποφυγής του θανάτου δεν υπήρξε ποτέ λαμπερός δρόμος. Αντίθετα, οι οικονομικές επιπτώσεις ενός νέου lockdownπαραμένουν ψηλά στην κυβερνητική ατζέντα. Ο εχθρός βρέθηκε. Για κάθε χαμένο ευρώ, θα φταίνε οι ανεμβολίαστοι. Όλοι τους, χωρίς διαχωρισμούς. 

 

Είναι λογικό να έχουμε αμφιβολίες για το εμβόλιο. Οι περιπτώσεις θανάτων είναι πολλές. Οι δε εργαστηριακές μελέτες και εγκρίσεις έγιναν γρήγορα. Όμως, αν καταφέρουμε να εμπιστευτούμε τους ανθρώπους, και κυρίως τους ανθρώπους που έχουν ως συνεχές στόχο της ζωής τους να μας κρατάνε ζωντανούς, τότε ο φόβος λιγοστεύει.

 

Και ξαφνικά, όταν τελειώνεις με τον εμβολιασμό, νιώθεις όμορφα! Νιώθεις πως έχει συμβάλει στην κοινωνική ευτυχία, στην εξισορρόπηση της ζωής μας. Αισθάνεσαι σαν να έσωσες μερικούς ανθρώπους από ένα φλεγόμενο κτίριο. Είναι τόσο ωραία η αίσθηση που δύσκολα περιγράφεται. Ξεπερνάς φόβους που είχες μαζεμένους δύο χειμώνες. 

 

Γι’ αυτό σας λέω: εμβολιαστείτε. Και ύστερα, διωξ’τε εκείνους που έκαναν τα ελάχιστα για να σας προστατεύσουν, για να σας απαλύνουν τον πόνο, τον φόβο και την μοναξιά σας. Ας νικήσει η ζωή! 

 

Υ.Γ.: Εσείς που πιστεύετε ότι το εμβόλιο θα σάς αλλάξει το DNA, ξανασκεφτείτε το. Ίσως μια τέτοια αλλαγή κάνει καλό στην ανθρωπότητα