γράφει ο 

Ευριπίδης Ταρασίδης 

 

Τη μεγάλη της αγάπη για τους δημοσιογράφους εκδηλώνει τελευταία η Κυβέρνηση. Τη μία τους ορίζει ένα σημείο μέσα στις διαδηλώσεις για να μην τους χτυπάνε τα ΜΑΤ, την άλλη υπερασπίζεται τον Κουρτάκη και τον Παπαχρήστου για τις συκοφαντίες για τον Τσίπρα. 

 

Προσωπικά νιώθω μία κάποια περηφάνια.

Εντάξει, δεν πήρα και καμιά 30ρια χιλιάρικα απ’ τη λίστα Πέτσα, αλλά, όσο να πεις, καιρός ήταν να ασχοληθεί η κυβέρνηση με τα σοβαρά προβλήματα του σιναφιού μας.

 

Και για να ΄χουμε καλό ερώτημα, τι δουλειά έχουν οι δημοσιογράφοι στα Εξάρχεια;

Και στις πορείες γενικότερα.

 

Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, τι τις θέλουμε τις πορείες; 

Δημοκρατία έχουμε. Αν κάτι δεν σου αρέσει, περιμένεις υπομονετικά τέσσερα χρόνια και ψηφίζεις. 

 

Γιατί αν δεν περιμένεις, περιορίζεις τις ελευθερίες του άλλου που του αρέσει. 

Αυτά τα ‘χει γράψει και ο Χέγκελ. 

 

Και αν δεν πιστεύετε, ρωτήστε τον Βορίδη που τον έχει διαβάσει.

Βέβαια, δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά σημασία έχει αυτό που λες να το παρουσιάζεις με στόμφο. 

 

Γιατί το παν σήμερα είναι το στυλ. 

Εν τω μεταξύ, όλως παραδόξως την ημέρα που ανακοινώθηκε η απαγόρευση συγκεντρώσεων, τσουπ!, αυξήθηκαν τα κρούσματα.

 

Παράξενα πράγματα ρε παιδί μου.

Όπως παράξενο είναι το γεγονός ότι αντί οι συστημικοί δημοσιογράφοι να κατηγορήσουν την Κυβέρνηση που, εν μέσω πανδημίας, φέρνει προς ψήφιση νομοσχέδια που αφορούν παγιωμένες σταθερές δημοκρατίας και ελευθερίας σε τομείς όπως, για παράδειγμα, το πονεμένο ελληνικό πανεπιστήμιο, κατηγορούν αυτούς που εξεγείρονται. 

 

Μία ερώτηση να κάνω προς τους θιγόμενους από τις πορείες: Αν αύριο, για παράδειγμα, η Κυβέρνηση ψηφίσει τη μείωση του μισθού κατά 200 ευρώ για δημοσιονομικούς λόγους, τι θα κάνετε; 

Πίσω στις αγωγές: Οι δημοσιογράφοι του Documento έχουν καμιά 80ρια απ’αυτές από Σαμαρά, Μητσοτακέικο, Γεωργιάδη κτλ.. 

 

Εντάξει, δεν θα το ‘μαθε η ΕΣΗΕΑ γι΄ αυτό δεν έβγαλε ανακοίνωση.

Θα μου πείτε, εδώ μήνυσαν ανώτερους δικαστικούς. Στους δημοσιογράφους θα κολλήσουν;

 

Για να σοβαρευτούμε λίγο.

Ο δημοσιογράφος πρέπει απρόσκοπτα να κάνει την έρευνα του, να καταθέτει την άποψη του, να χρησιμοποιεί όλα τα υπάρχοντα αναλυτικά εργαλεία, να ασκεί κριτική στην εξουσία, να του παρέχεται κάθε είδους διευκόλυνση για να παρουσιάσει το ρεπορτάζ του.

 

Μέχρι εδώ, όλα καλά.

Φυσικά, ο δημοσιογράφος πρέπει να είναι αδέσμευτος. Πρέπει, δηλαδή, η άποψη που θα εκφράζει και το ρεπορτάζ που θα κάνει να μην είναι προϊόν άνωθεν εντολής, ικανοποίησης συμφέροντος ή χρηματισμού.

 

Όμως, ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να συκοφαντεί. Ό,τι γράφει θα πρέπει να το τεκμηριώνει με στοιχεία αδιάσειστα. 

Δηλαδή, αν αύριο βγω και πω ότι ο τάδε βουλευτής δεν έχει πτυχίο πανεπιστημίου και ψευδώς το αναφέρει στο βιογραφικό του, θα πρέπει να το τεκμηριώσω.

 

Ειδάλλως, είμαι κοινώς συκοφάντης!

Φυσικά και θα κριθώ από τους αναγνώστες.

 

Όμως, στην εποχή της ταχύτατης πληροφορίας και της ελλιπέστατης γνώσης, η κατασυκοφάντηση ενός ανθρώπου θα πρέπει να απαντάται. 

Και για να μην γυρίσουμε στις εποχές που έλυναν τις διαφορές τιμής με τα κουμπούρια, η αστική δημοκρατία προνόησε να συσταθούν τα δικαστήρια. 

 

Τα ίδια εργαλεία χρησιμοποιούν και οι πολιτικοί. Εφόσον νιώθουν θιγμένοι, έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν στη δικαιοσύνη.

Εκεί, λοιπόν, ο δημοσιογράφος που νιώθει σίγουρος για το ρεπορτάζ του, έχει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποδείξει τη δύναμη της δημοσιογραφίας, του ρεπορτάζ, της τεκμηρίωσης.

 

Απέναντι σε έναν, θεωρητικά, ισχυρότερο αντίπαλο, μπορεί με μόνο όπλο το ρεπορτάζ του να αποκαλύψει, για παράδειγμα, ένα διεφθαρμένο πολιτικό. 

Σωστά;

 

Μαθαίνω ότι στην Κίνα κάνουν πρωκτικό τεστ για COVID-19.

Φαντάζεστε να γίνει καμιά πλάκα και να ΄ρθει στην Ελλάδα και να κάνει το υπουργείο λάθος στο μέγεθος, όπως έγινε με τις μάσκες;

 

Στα σοβαρά: η Σοφία Μπεκατώρου είναι από τώρα η γυναίκα της χρονιάς. Και η Ζέτα Δούκα. Και όλες όσες σπάνε τη σιωπή τους.

Γιατί, όσο αυτονόητο μοιάζει για ορισμένους ειδήμονες του πληκτρολογίου η δημόσια καταγγελία ενός ανθρώπου με όνομα και επίθετο, τόσο δύσκολο και εξαιρετικά ζημιογόνο είναι για την καταγγέλλουσα. 

 

Από κοντά και η γυναίκα που, ούσα 11 χρονών, βιάστηκε από έναν 38χρονο, ο οποίος είχε το θράσος να δηλώσει δημοσίως ότι είχαν…σχέση. 

Αυτή είναι στρεβλή κοινωνική πραγματικότητα της διπλανής πόρτας. Είναι πραγματικότητα που δεν σ’ αφήνει αν πεις μια καλημέρα στην είσοδο της πολυκατοικίας σου. Γιατί, είναι κουραστικό σήμερα να μιλάς και να ακούς. 

 

Τέσπα, μην τα γράφω εγώ, τα είπε όλα στο ποίημα της η Ελεονώρα Καζαντζίδου. 

Μας ταξίδεψε πάλι.

 

Δεν μας ταξίδεψε, δυστυχώς ο Γιώργος Κιμούλης.

Τα ‘χουμε ξαναγράψει: κάθε άνθρωπος σε μία δημοκρατία, όσο κολοβή και αν είναι, έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να υπερασπίζεται τον εαυτό. Η δημόσια δήλωση, όμως, «είναι της μόδας οι καταγγελίες», δεν τιμά κανέναν κύριε Κιμούλη μου.

 

Ευτυχώς πάμε καλά έξω.

Διαπρέπουμε θα έλεγα.

 

Από τη μία έχουμε την απόρριψη της πρότασης Μητσοτάκη για πιστοποιητικό εμβολιασμού και την υιοθέτηση της πρότασης Τσίπρα για αγορά πατέντας εμβολίου και από την άλλη την ανακοίνωση του Συλλόγου Εργαζομένων της Οξφόρδης, η οποία περιγράφει την Κυβέρνηση μας ως παρακλάδι του Όρμπαν.

Θα μου πείτε, εδώ ο Συρίγος βγήκε και υποστήριξε την πανεπιστημιακή αστυνομία λέγοντας ότι και το ’69 είχαμε αστυνομία εντός των σχολών. 

 

Βέβαια τότε, αγαπητέ κύριε Συρίγο, είχαμε και Χούντα. 

Και γιατί τέτοιοι άγχος αγαπητέ; Ολόδικη σας είναι η επιβολή αστυνομίας στα πανεπιστήμια! Μην αγχώνεστε! 

 

Πάντως, είναι κρίμα καθηγητές του κύρους και του επιπέδου του Συρίγου να αυτοταπεινώνονται στην προσπάθεια τους  να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.

Πάμε καλά, πάντως, στην ιδιωτική παιδεία, εκεί όπου μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, δίνουν συνέντευξη-διάλεξη στους σπουδαστές του ΙΕΚ ΑΚΜΗ. Φυσικά συντονίζει ο Χατζηνικολάου, μη τυχόν και ξεφύγει καμία δύσκολη ερώτηση και έχουμε κανέναν τραυματισμό.

 

Μ’ αυτά και με ‘κεινα, ο Αντωνιάδης δίνει καμουφλαρισμένη κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Μακάριο, αποδεικνύοντας ότι ΔΕΝ είναι αντιπεριφερειάρχης όλων των Καβαλιωτών, αλλά αντιπεριφερειάρχης του Μακάριου. 

Κρίμα κύριε Αντωνιάδη. Κρίμα. 

 

Το «πριν και μετά» του Δήμου Καβάλας σε ό,τι αφορά το πετσόκομμα των δέντρων της πόλης είναι η μεγαλύτερη οπτικοποιημένη ντροπή μας.

Και μην ακούσω ότι είναι άρρωστα και γέρνουν, γιατί και αν έχουμε ταξιδέψει στο εξωτερικό και αν έχουμε ζηλέψει τα φορτωμένα δέντρα στους κεντρικούς δρόμους. 

 

Σοβαρευτείτε! 

Κλείνοντας, τρεις παρατηρήσεις για το δήμαρχο Καβάλας.

 

Αγαπητέ κ. Μουριάδη.

Πρώτον, το να επιτίθεστε σε δημοσιογράφο επειδή δεν έκανε την εκπομπή όπως θα την θέλατε, όχι απλά δεν σας τιμά, αλλά σας αφήνει γυμνό και ξεκρέμαστο. 

 

Επειδή έτυχε να παρακολουθήσω την εκπομπή του Γιάννη Χατζηεμμανουήλ (περί αυτού ο λόγος και εναντίον του η κατηγορία), κάθε άλλο από στημένη ήταν. Εάν δεν αντέχεται τη σκληρή κριτική και την αντιπολίτευση, τότε κακώς είστε δήμαρχος. 

Δεύτερο, η πλατεία ΔΕΝ ήταν γεμάτη γύφτους, όπως είπατε στην εν λόγω εκπομπή.

 

Κι αυτό διότι, χρησιμοποιήσατε τη λέξη με τρόπο υποτιμητικό για τους συμπολίτες μας Ρομά/τσιγγάνους. Δεν θα μπω στην ουσία του προβλήματος. Απλά θα σας παρακαλέσω να είστε πιο προσεκτικός στον τρόπο που χρησιμοποιείτε δημοσίως τις λέξεις. Ξέρω ότι ο λόγος δεν είναι το δυνατό σας σημείο, αλλά σε κάθε περίπτωση, η θέση που κατέχετε έχει αυξημένες απαιτήσεις.

Και τρίτον, η αποστροφή σας σχετικά με το ρόλο της εκκλησίας επί Οθωμανικής κυριαρχίας επί του ελλαδικού χώρου, κρίνεται, οριακά, ως ανιστόρητη. Είπατε ότι «θα φορούσαμε φέσια και θα προσκυνούσαμε τον Αλλάχ αν δεν ήταν η εκκλησιά». 

 

Να σάς θυμίσω ότι η επίσημη εκκλησία, δηλαδή το Πατριαρχείο αφόρισε την Επανάσταση του 1821 και-νωρίτερα- τον Υψηλάντη. Σαφώς και ήταν ο φορέας που διατήρησε την ελληνική γλώσσα και την ορθόδοξη πίστη. Και επειδή γνωρίζω ότι είστε φιλελεύθερος, θα σας συνιστούσα να διαβάσετε το βιβλίο των Βερέμη-Κολιόλπουλου, δηλαδή δύο φιλελεύθερων ιστορικών, Ελλά. Η Σύγχρονη Συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα, και να διαπιστώσετε διαβάζοντας, μόνο το πρώτο κεφάλαιο, ότι η αναφορά είναι ατυχέστατη. 

Αυτά και με εκτίμηση.