γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Περάσαν οι Αποκριές, πάνε τα καρναβάλια,

τώρα καλή Σαρακοστή και…μέσα τα κεφάλια.

 

Καλό είναι να νηστέψουμε, μ’ ελιές και κρεμμυδάκια

και να αποθυμήσουμε, μπριζόλες και σουβλάκια.

 

Στη φύση να ορμήσουμε, με σηκωτά μανίκια,

να πάμε να μαζέψουμε, βλαστάρια και ραδίκια.

 

Να είναι οι νοικοκυρές, μες στην κουζίνα λάσκα

κι ολίγον ας πεινάσουμε, ως που να ’ρθεί το Πάσχα.

 

Θερμίδες ας μειώσουμε, κακό δε θα μας γίνει,

να «βγουν» τριγλυκερίδια, κακή χοληστερίνη.

 

Προχθές ρώτησα τον γιατρό: κανένα τσιπουράκι;

Και μου ’πε, επιτρέπεται, προς το μεσημεράκι.

 

Μού είπε, αυτή η περίοδος, πως είναι πικραμένη

και στην Αγία τη Γραφή, μια συνταγή γραμμένη.

 

Από εκείνους τους καιρούς, τους φιλοσοφημένους,

σίκερα δίναν και κρασί, λέει, στους τεθλιμμένους (*).

 

Γι’ αυτό και προμηθεύτηκα κι εγώ δυό τρία λίτρα,

αφού είναι το τσίπουρο και για χαρά και πίκρα.

 

Το κρέας, τώρα, μακριά, φακές και φασολάδες,

το Πάσχα θα ’ρθει με τ’ αρνιά, μέσα σ’ εφτά βδομάδες.

 

Καλή Σαρακοστή, λοιπόν, με μέτρο το φαγάκι,

μα, ο νους μου τώρα τριγυρνά, γύρω απ’ τον Κασσελάκη.

 

Που τονε ντύσαν στο χακί, τώρα μες στη νηστεία,

να υπηρετήσει το παιδί, ολόοοκληρη θητεία.

 

Πώς να τα μάθει νηστικός, της Θήβας τα κανόνια

και πώς να τρέχει, αν γίνονται, ακόμη τα καψώνια;

 

Θα λιώσουν στη γυμναστική, των παπουτσιών του οι σόλες

και θα φλομώσει στον χαλβά και…στις σογιο-μπριζόλες.

 

Ας πάρει το τουφέκι του, ας μάθει να σκοπεύει,

ταχιά, όταν απολυθεί, πάλι  θα αγορεύει.

 

Με λίγα λόγια τη Μισέλ, θέλω να χαιρετίσω

και ότι είναι χριστιανή, εδώ να της θυμίσω.

 

Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, Άννα Ασημακοπούλου,

πες μου, πού βρήκες το κλειδί, ετούτου του μπαούλου;

 

Και έκλεψες χιλιάδες μέιλ, αγνώστων ψηφοφόρων,

με τη βοήθεια τινών, κυρά μου…αβανταδόρων;

 

Και τώρα που ρεζίλεψες, κόμμα και το όνομά σου,

δεν είσαι υποψήφια, εκάθησες στ’ αβγά σου!

 

Κυρία βουλευτίνα μου, λέρωσες τον ποπό σου

και πήρες δυό γραμματικούς, άδικα στον λαιμό σου!

 

Την αμαρτία σου αυτή, Μισέλ, για να…ξεπλύνεις,

πάρε τα όρη τα βουνά, καλόγρια να γίνεις!

 

Και ο Κυριάκος, απορώ, πώς δε σε διαγράφει,

μήπως, ρεζέρβα σε κρατεί, σαν το ψωμί στο ράφι;

 

Αλλά του Πούτιν θα ’λεγα κι εκείνου δυό λογάκια,

που «κέρδισε» τις εκλογές, για άλλα…εκατό χρονάκια.

 

Δικτάτορας ο άνθρωπος κι εκλογομαγειρεύει,

μόνος του παίζει τα βιολιά και μόνος του χορεύει.

 

Λέει πως είν’ ορθόδοξος, κάνει και τον Σταυρό του,

ευαγγέλια τσαλαπατά, να φτάσει στον σκοπό του.

 

Τέλος, καλή Σαρακοστή, νηστεία και μετάνοια,

σ’ όλους μας τους αμαρτωλούς, σ’ αθώους και…αλάνια!

*Παροιμίες λα΄6