Όταν οι σημερινοί 20άρηδες γίνουν 50 ετών, η Ελλάδα θα έχει 8 εκατομμύρια πληθυσμό. Σε αυτή τη θλιβερή διαπίστωση καταλήγουν τα επεξεργασμένα στατιστικά στοιχεία αλλά και οι προβλέψεις για το μέλλον του πληθυσμού της χώρας, τα οποία παρουσιάζονται σε ρεπορτάζ του Έθνους της Κυριακής. 

 

Μέσα σε αυτή την αρνητική είδηση, καταγράφεται πάντως μια θετική πρωτιά για το νομό Καβάλας ο οποίος αποτελεί έναν από τους τρεις νομούς της χώρας με τις περισσότερες γεννήσεις συγκρικτικά με τους άλλους νομούς. 

 

Συγκεκριμένα, ενώ ο πανελλαδικός μέσος όρος γέννησης παιδιών είναι 1,33 παιδιά, στην Αργολίδα το ποσοστό είναι 1,59 ενώ στη Ζάκυνθο είναι 1,57 και στην Καβάλα 1,56 παιδιά. 

 

Στον αντίποδα, οι νομοί με τις λιγότερες γεννήσεις είναι η Φωκίδα (0,91), τα Γρεβενά (1) και η Ευρυτανία (1,02 παιδιά). 

 

Δείτε ολόκληρο το infographic στο τέλος του κειμένου.

 

Παρά την πρωτιά της Καβάλας πάντως, καταγράφεται και σε αυτή την περιοχή -όπως σε όλη σχεδόν την Ελλάδα- αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων, πράγμα που σκιαγραφεί τη μείωση και τη γήρανση του πληθυσμού.  

 

 

Οι δυσοίωνες προβλέψεις 

 

Το ρεπορτάζ του Έθνους περιλαμβάνει και προβλέψεις που δεν ακούγονται για πρώτη φορά. Το δημογραφικό αποτελεί μείζον πρόβλημα της χώρας, συζητιέται ως «βόμβα» αλλά καμία κυβέρνηση έως τώρα δεν το αντιμετώπισε με μια ολοκληρωμένη λύση. 

 

«Όλο και λιγότερα παιδιά θα συναντά κανείς στις παιδικές χαρές και στις σχολικές μονάδες, ενώ αντιθέτως θα αυξάνονται οι χώροι συνάθροισης των ηλικιωμένων» σημειώνει ο Γιώργος Σαρρής στο συγκεκριμένο άρθρο.

 

Αν συνεχιστούν οι ίδιοι ρυθμοί γεννήσεων, τότε το 2050 η Ελλάδα -με βάση ένα συντηρητικό σενάριο- θα έχει πληθυσμό 8 εκατομμυρίων κατοίκων, εκ των οποίων σχεδόν τα 3 εκατομμύρια θα είναι γέροντες.

 

Κομβικό έτος για τη γήρανση του πληθυσμού θεωρείται το 2011, όταν η χώρα έμπαινε για τα καλά στην κρίση, καταγράφηκε για πρώτη φορά αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων, τουτέστιν τα μωρά που γεννήθηκαν στα μαιευτήρια της χώρας μας ήταν λιγότερα από τα άτομα που απεβίωσαν. 

 

Στα τελευταία διαθέσιμα επίσημα στοιχεία, που αφορούν το 2017, στην Ελλάδα καταγράφηκαν 124.501 θάνατοι έναντι 88.553 γεννήσεων. 

 

Μεταναστευτικό ισοζύγιο

 

Ένα άλλο πρόβλημα είναι η φυγή νέων Ελλήνων, αναπαραγωγικής ηλικίας, στο εξωτερικό. Από τη χώρα έφυγαν ακόμη και αλλοδαποί μετανάστες αναπαραγωγικής ηλικίας, ο αριθμός των οποίων «μετρούσε» στον πληθυσμό της χώρας. 

 

Ακόμη και με την εγκατάσταση στην Ελλάδα ενός μέρους των παρατύπως εισερχόμενων αλλοδαπών, η κατάσταση με τη γήρανση και μείωση του πληθυσμού, δεν αντιστρέφεται. 

 

Μπορεί η ομαλοποίηση της οικονομικής κατάστασης τα τελευταία χρόνια να ανέκοψε τις «διαρροές» νέων προς το εξωτερικό, ωστόσο το πρόβλημα δεν έχει πλήρως αντιμετωπιστεί. 

 

Τα μέτρα

 

Η σχετική διακομματική επιτροπή της Βουλής συνέταξε μια έκθεση στην οποία προκρίνεται ως λύση η ανακοπή της μετανάστευσης των νέων στο εξωτερικό. Αυτό δεν θα συμβεί αν δεν ανακάμψει ταχύτατα η ελληνική οικονομία ώστε να μειωθεί η ανεργία. Ζητούμενο όμως είναι και η αύξηση των αμοιβών. 

 

Απαραίτητα είναι επίσης τα μέτρα που θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό τμήματος των νέων Ελλήνων που μετανάστευσαν την τρέχουσα δεκαετία και να υπάρξει μια ενεργή και συνεκτική μεταναστευτική πολιτική. 

 

Στο πλαίσιο της αύξησης των γεννήσεων εντάσσεται επίσης η καταβολή του επιδόματος των 2.000 ευρώ που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση ότι θα δίνεται από την 1η Ιανουαρίου 2020 για κάθε νέο παιδί που θα γεννιέται. 

 

Συν τοις άλλοις, αυξάνεται το αφορολόγητο στα 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, ενώ παράλληλα μειώνεται ο ΦΠΑ για τα βρεφικά είδη και τα παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου, από το 24% που είναι σήμερα, στο 13%.

 

Όλα τα παραπάνω, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι δεν θα καταργηθούν ενεργητικές πολιτικές για το παιδί, όπως το επίδομα τέκνων από το πρώτο παιδί, αναλόγως εισοδήματος, που θεσπίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση. 

 

Τι κάνει την Ελλάδα να διαφέρει από τις άλλες χώρες 

 

Η Ελλάδα διαφοροποιείται σημαντικά από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ως προς τον αριθμό γεννήσεων λόγω μιας σειράς ιδιοτυπιών που είχε. Για παράδειγμα, δεν γνώρισε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου την «έκρηξη» των γεννήσεων (γνωστή και ως «baby boom»), που σημάδεψε την πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα η συσχέτιση ανάμεσα στον γάμο και την τεκνογονία είναι ισχυρή.

 

Ακόμη και σήμερα υπάρχει εν μέρει μια «αρνητική» εικόνα για τα εκτός γάμου παιδιά και την άγαμη μητέρα. 

 

Παράλληλα, η ένταση της διάλυσης των έγγαμων συμβιώσεων αν και με ανοδικές τάσεις είναι ακόμη χαμηλή, ενώ η ηλικία αποχώρησης των νέων από την οικογενειακή εστία ήταν και παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.

 

Οι Ελληνίδες κάνουν παιδί όταν φτάσουν 31-32 ετών 

 

Δεν θα πρέπει να αγνοούμε επίσης ότι η μέση ηλικία απόκτησης παιδιών (έφθασε την ηλικία των 31,5 ετών το 2017) είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, ενώ η χώρα μας εντάσσεται με βάση τον συγχρονικό δείκτη γονιμότητας στην ομάδα εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών (7 στις 28) με τη χαμηλότερη γονιμότητα (1,3-1,4 παιδιά ανά γυναίκα). Το δε ποσοστό των άτεκνων γυναικών αυξάνεται ταχύτατα στις νεότερες γενιές και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (μεγαλύτερο του 20%).

 

Τέλος, ανάμεσα στις «ιδιαιτερότητες» της Ελλάδας θα πρέπει να αναφέρουμε και τη μακρόχρονη και ιδιαίτερα έντονη οικονομική κρίση, χωρίς όμως όπως όλα δείχνουν να είναι αυτός ο βασικός λόγος. Η χαμηλή γονιμότητα έχει ιστορικό βάθος, απλώς με την οικονομική κρίση ενισχύθηκε.